Αβεβαιότητα

Παράμετρος, που συνδέεται με το αποτέλεσμα μιας μέτρησης, η οποία χαρακτηρίζει τη διασπορά των τιμών, σε ορισμένο επίπεδο εμπιστοσύνης, που θα μπορούσε λογικά να αποδοθεί στη συγκεκριμένη ποσότητα η οποία μετράται.

Ακρίβεια

Η εγγύτητα της συμφωνίας μεταξύ του αποτελέσματος μίας μέτρησης και της (κατά συνθήκη) αληθούς τιμής του μετρητού μεγέθους.

Βέλτιστη Ικανότητα Μέτρησης

Η καλύτερη αβεβαιότητα για ένα μέγεθος σε συγκεκριμένο εύρος μέτρησης που μπορεί να αποδίδει ένα εργαστήριο διακριβώσεων υπό την προϋπόθεση ότι το προς διακρίβωση αντικείμενο έχει σύμφωνα με το σύγχρονο επίπεδο τεχνολογίας σχεδόν ιδανικά μετρολογικά χαρακτηριστικά.

Διακρίβωση

Η σειρά λειτουργιών που αποδεικνύει, κάτω από προδιαγραμμένες συνθήκες, τη σχέση ανάμεσα στις τιμές που δείχνει ένα όργανο μέτρησης ή ένα σύστημα μέτρησης ή τις τιμές που παρουσιάζει ένα υλικό μέτρησης ή υλικό αναφοράς και τις αντίστοιχες τιμές που υλοποιούνται από τα πρότυπα.

Διαπίστευση

Είναι η διαδικασία της επίσημης αναγνώρισης από αρμόδιο οργανισμό ότι ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο ασκεί συγκεκριμένες δραστηριότητες με τεκμηριωμένη επάρκεια, εχεμύθεια και αμεροληψία.

Διεργαστηριακή αλληλοσυγκριτική μέτρηση ικανότητας

Οργάνωση, εκτέλεση και αξιολόγηση των μετρήσεων/διακριβώσεων ενός αντικειμένου ή υλικού, στους οποίους συμμετέχουν τουλάχιστον δύο διαφορετικά εργαστήρια, σύμφωνα με προκαθορισμένες διαδικασίες.

Εθνικό Πρότυπο Μέτρησης

Πρότυπο μιας χώρας, το οποίο κατοχυρώνεται μέσω νομοθετικής ρύθμισης και είναι η βάση για τον ορισμό της τιμής όλων των άλλων προτύπων μικρότερης ακρίβειας του αντίστοιχου μεγέθους. Εθνικά πρότυπα είναι συνήθως πρωτεύοντα πρότυπα που υλοποιούν την αντίστοιχη μονάδα και φυλάσσονται συνήθως στα εθνικά εργαστήρια μετρολογίας μιας χώρας.

Επαλήθευση

Επιβεβαίωση, με εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων, ότι ένα προϊόν, μία διεργασία ή μία υπηρεσία ικανοποιεί προδιαγραμμένες απαιτήσεις.

Ιχνηλασιμότητα

Η ικανότητα να ιχνηλατείται το ιστορικό, η χρήση, ή η θέση μιας οντότητας με τη βοήθεια εγγεγραμμένων αναγνωρίσεων ταυτότητας. Για τους σκοπούς των παρόντων κριτηρίων είναι η ιδιότητα του αποτελέσματος μιας μέτρησης δια της οποίας η μέτρηση αυτή μπορεί να συσχετισθεί με πρότυπα, συνήθως διεθνή ή εθνικά, με τη βοήθεια μίας αδιάσπαστης αλυσίδας συγκρίσεων που όλες δηλώνουν αβεβαιότητες.

Μέτρηση

Σύνολο των πράξεων που αποσκοπούν στον προσδιορισμό της τιμής ενός μεγέθους.

Ρύθμιση

Η ενέργεια η οποία έχει ως σκοπό να φέρει ένα όργανο μέτρησης σε μία κατάσταση λειτουργίας και απαλλαγής από τα συστηματικά σφάλματα μέτρησης, έτσι ώστε να είναι κατάλληλο για την ενδεικνυόμενη χρήση του.

Πρότυπο Αναφοράς

Πρότυπο, συνήθως ανωτάτης μετρολογικής ποιότητας, το οποίο είναι διαθέσιμο σε δεδομένη θέση, με το οποίο πραγματοποιούνται μετρήσεις στη θέση αυτή (πρόκειται για όργανο που χρησιμεύει στην διακρίβωση του εξοπλισμού μετρήσεων).

Πρότυπο Μέτρησης

Η υλοποιημένη μονάδα μέτρησης, η συσκευή μέτρησης, τα υλικά αναφοράς ή συστήματα μέτρησης, προορισμένα να ορίσουν, να πραγματοποιήσουν, να συντηρήσουν ή να αναπαραγάγουν μία μονάδα ή μία ή / και περισσότερες τιμές ενός μεγέθους, για να χρησιμεύσουν ως βάση αναφοράς.

Ορισμοί
 
Design by Gavves Efstratios